Η Ελλάδα έχει συνολική έκταση 131.957 τετραγωνικά χιλιόμετρα, εκ των οποίων η χερσαία έκταση είναι 130.647 τετραγωνικά χιλιόμετρα και οι λίμνες και τα ποτάμια αντιπροσωπεύουν 1.310 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η χώρα είναι κατεξοχήν ορεινή και το 80% της χερσαίας έκτασης της καλύπτεται από 300 μικρά και μεγάλα βουνά. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο η οικονομία της να ήταν πάντα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας τα παλιά χρόνια και ειδικότερα με την αιγοπροβατοτροφία.
ΓΙΔΟΠΡΟΒΑΤΑ
Οι κατσίκες η απλώς γίδες όπως τις αποκαλούσαν οι Τσοπάνηδες και τα πρόβατα ήταν κυρίως τα ζώα που είχαν οι κτηνοτρόφοι. Οι γίδες έχουν συνήθως άσπρες ή μαύρες τρίχες σε όλο το σώμα, ενώ το σώμα του προβάτου καλύπτεται από χοντρό, άσπρο ή καφέ μαλλί. Η κατσίκα και ο τράγος έχουν κέρατα, όμως από τα πρόβατα μόνο το αρσενικό πρόβατο, το κριάρι έχει κέρατα. Οι ουρές των προβάτων κρέμονται προς τα κάτω, ενώ στις κατσίκας είναι όρθιες.
Όταν τα ζώα τους αρρώσταιναν, οι βοσκοί προσπαθούσαν να τα θεραπεύσουν με ότι εμπειρία είχαν και με τις δικές τους συνταγές και γιατροσόφια. Τα γιδοπρόβατα γενικά ζουν 6-8 χρόνια.
Τα πρόβατα βόσκουν το ένα δίπλα στο άλλο και φαίνεται να βόσκουν βιαστικά αρπάζοντας μερικές χαψές χορτάρι και προχωρούν μπροστά για κάτι το καλύτερο. Το άνω χείλος τους έχει την ικανότητα να κάνει την επιλογή του γρασιδιού κατά τη βοσκή πιο αποτελεσματική. Προτιμούν να βόσκουν σε πεδινό περιβάλλον που υπάρχει άφθονο γρασίδι.
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8589-1.jpg?w=1024)
Οι κατσίκες σκαρφαλώνουν και τρέφονται με άγριους θάμνους και δεν χρειάζονται γρασίδι για βοσκή.
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8590-1.jpg?w=1024)
Τα γιδοπρόβατα είναι μηρυκαστικά, δηλαδή αναμασούν τη τροφή τους. Το φυτικό υλικό, που καταπίνουν βιαστικά, αποθηκεύεται στην κοιλιά και μαλακώνει. Αργότερα αναμασούν αυτό το πολτόδες υλικό για να διασπάσουν περαιτέρω την περιεκτικότητά του σε κυτταρίνη και με ειδικά ένζυμα που βρίσκονται στο στομάχι τους μετατρέπουν την κυτταρίνη σε γλυκόζη. Σε αντίθεση με τα μηρυκαστικά ζώα, το ανθρώπινο στομάχι δεν διαθέτει τα εξειδικευμένα ένζυμα που απαιτούνται για την αποτελεσματική διάσπαση της κυτταρίνης σε γλυκόζη και έτσι δεν τρώμε χορτάρι.
Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΤΣΟΠΑΝΗΣ
Οι κτηνοτρόφοι, γνωστοί ως Τσοπάνηδες, συνέβαλαν σημαντικά και αθόρυβα στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Η προσφορά τους ήταν μοναδική και η αξία τους διαχρόνικη. Έτσι οι ρίζες μας είναι οι βοσκοί και τα βουνά. Δυστυχώς όμως οι παλαιότεροι συνήθιζαν να λένε σε ένα μαθητή που δεν ήθελε να διαβάσει “αφού δεν παίρνεις τα γράμματα τσοπάνης θα γίνεις”. Με αυτό το τρόπο υποβάθμιζαν και απαξίωναν τη δουλειά του τσοπάνη.
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8591-1.jpg?w=807)
Ο Τσοπάνης φορούσε φουστανέλα, γελέκι, υφαντές χοντρές κάλτσες, βρακί μέχρι τους αστραγάλους, και το πανωβράκι που το έδενε με το βρακοζώνι. Όλα ήταν υφαντά με μαλλί από τα πρόβατα του. Το χειμώνα φορούσε τη κάπα για το κρύο και τη βροχή και στο πολύ κρύο φορούσε τη καπερώνα, ένα χοντρό αδιάβροχο με κουκούλα που έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Ήταν φτιαγμένη από γιδόμαλλο ή τραγόμαλλο, χωρίς μανίκια και όταν ο Τσοπάνης έπεφτε να κοιμηθεί ετυλίγετο με αυτήν για να ζεσταθεί. Τα παπούτσια του ήταν κυρίω γουρνοτσάρουχα.
Κουβαλούσε επίσης στον ώμο του μια τσάντα, το ταγάρι που έβαλε τα απαραίτητα είδη διατροφής και χρήσιμα αντικείμενα. Ένα αναγκαίο εργαλείο που είχε ο Τσοπάνης ήταν η κλίτσα, που χρησιμοποίησε σαν όπλο προστασίας του ή επίθεσης και για το πιάσιμο του ζώου από τα πόδια. Επίσης για να μετριάσει τη μονοτονία και τη μοναξιά του, μαζί του είχε τη φλογέρα του και έπαιζε ατέλειωτες ώρες μονότονες και μελαγχολικές μελωδίες. Έτσι ηρεμούσε το κοπάδι του και φόβιζε τα αρπακτικά.
ΜΑΝΤΡΙ
Το μαντρί, γνωστό ως γαλάρι, ήταν ενας κυκλικός ή τετράγωνος χώρος, φτιαγμένος με μάντρα από πέτρες. Είχε μια μικρή πόρτα ως είσοδο και έκλεινε με σανίδια. Ως σκεπή είχαν σανίδια και πλατάνια. Στον εσωτερικό χώρο έστρωναν πουρνάρια ή αλλους θάμνους και πάνω έριχναν άχυρο ώστε τα νερά με ακαθαρσίες να φεύγουν κάτω από τα στρώματα. Μέσα στο μαντρί είχαν ένα ξεχωριστό χώρο που έβαζαν τα μικρά που δεν μπορούσαν να βοσκήσουν. Ο πραγματικός λόγος που τα ξεχώριζαν όμως από τη μάνα τους ήταν να μην είναι συνέχεια μαζί και βυζαίνουν τη μάνα τους.
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8592-1.jpg?w=791)
Πολλές φορές κατασκεύαζαν ένα ξύλινο μαντρί.
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8593-1.jpg?w=1024)
Όταν γύριζε ο Τσοπάνης από τη βοσκή έβαζε τα ζώα του στο μαντρί και εκεί άρχισαν τα βελάσματα προσπαθώντας να βρει το παιδί τη μάνα και η μάνα το παιδί. Μπορούσε κάθε ζώο να αναγνωρίσει το άλλο από το χαρακτηριστικό βέλασμα!
ΣΤΡΟΥΓΚΑ
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8594-1.jpg?w=1024)
Κοντά στο μαντρί ήταν φτιαγμένη η στρούγκα, από τα ίδια υλικά, αλλά με δύο πόρτες. Η μια ήταν μεγάλη για να μπαίνει το κοπάδι και η άλλη μικρή και στενή, τόσο που να χωράει μόνο ένα ζώο για να περάσει. Κάθε πρωί και βράδυ στη μικρή έξοδο περίμενε ένας ή δυο τσοπάνηδες, έπιαναν ένα-ένα ζώο όταν πήγαινε να βγει και το άρμεγαν. Τη στρούγκα την έφτιαχναν την άνοιξη που αρχίζει το άρμεγμα των ζώων. Όταν υπήρχε κακοκαιρία ή έβρεχε, το άρμεγμα γινόταν μέσα στο ίδιο το μαντρί.
ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ
Λίγο πιο πέρα από τη στρούγκα είχαν το τυρολομειό. Μόλις τελείωνε το άρμεγμα το γάλα μεταφέρετο με τη καρδάρα στο γαλατά, ο οποίος στη συνέχεια το έριχνε σε μεγάλο καζανι κοιτούσε τη θερμοκρασία και αν χρειαζόταν το ζέστανε και μετά το έπηζε. Δίπλα είχαν τσαντίλες όπου το έριχναν για καλή στράγγιση και γινόταν τυρί. Με ειδικό τρόπο έφτιαχναν και τη μυζήθρα.
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8597-1.jpg?w=1024)
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ ΒΟΣΚΩΝ
Υπήρχε συνεργασία και αλληλεγγύη μεταξύ των Τσοπάνηδων. Έτσι λοιπόν στη κατασκευή των μαντριών, στο κούρεμα των προβάτων ή στη γέννα του κοπαδιού προσέτρεξαν και άλλοι βοσκοί από γειτονικά μαντριά για να βοηθήσουν. Το Πάσχα έσφαζαν τα αρνιά, του Αγίου Κωνσταντίνου τα κατσίκια, το 15αύγουστο της Παναγίας και τα Χριστούγεννα, τα πιο ηλικιωμένα ζώα.. Με το τρόπο αυτό γινόταν ανανέωση του κοπαδιού και ταυτόχρονα οι κτηνοτρόφοι είχαν κρέας να φάνε και οικονομικό όφελος από τη πώληση του κρέατος.
ΜΟΡΙΑΣ
Οι Τσοπάνηδες με τα γιδοπρόβατα τους από τη Στερεά Ελλάδα έβρισκαν καταφύγιο και σιγουριά στη χερσόνησο της Πελοποννήσου, γνωστή ως Μοριάς, ειδικότερα στα ανέγγιχτα βουνά της Αρκαδίας με τη παρθένα φύση και άφθονη βλάστηση. Η πολυμορφία του εδάφους σκεπασμένη από πουρνάρι, θρούμπι και σμυρτιά και με τα απέραντα οροπέδια, τα πυκνά δάση και τις ρεματιές, έκαναν τη περιοχή ιδανική για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, ειδικότερα για κατσίκες που σκαρφαλώνουν και τρέφονται με άγριους θάμνους. Έτσι λοιπόν σε αυτή τη πανέμορφη φύση, πολλοί ποιμένες της Στερεάς Ελλάδας ήρθαν στα Μωραΐτικα βούνα τμηματικά και κατά καιρούς, όπως Αρβανίτες, Βλάχοι και Ρουμελιώτες. Οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν Σκηνίτες. Όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι από τις αρχές, ειδικότερα οι κτηνοτρόφοι και τους υποστήριζαν δια νόμου διότι η κτηνοτροφία ήταν απαραίτητη για την τοπική οικονομία. Μάλιστα τους έδωσαν και καλλιεργήσιμη γη και προστασία για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να ριζώσουν.
Πρέπει να τονίσω ότι οι Αρκάδες βοσκοί ήταν εξαιρετικοί πολεμιστές και οδηγοί στην Επανάσταση του 1821, αφού γνώριζαν όλα τα μονοπάτια στα βουνά της Αρκαδίας και σε όλη τη Πελοπόννησο.
ΜΕΣΣΗΝΙΑ
Η κτηνοτροφία στην Αρκαδία ήταν διαδεδομένη, ειδικότερα τους καλοκαιρινούς μήνες, ωστόσο οι σκληροί χειμώνες ανάγκασαν τους βοσκούς να μετακομίσουν νότια το χειμώνα στην επαρχία Μεσσηνίας, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό τμήμα, όπου ο χειμώνας ήταν ήπιος και υπήρχε άφθονη βλάστηση για τα ζώα τους. Η γη της Μεσσηνίας, λόγο του ότι είναι επίπεδη, είναι καλλιεργήσιμη και κατάλληλη και για την εκτροφή προβάτων.
Υπολογίζεται ότι οι Τσοπάνηδες της Αρκαδιας με το ποίμνιό τους μετανάστευσαν σταδιακά τον 18ον αιώνα προς στην Πυλία. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι Αρκάδες και οι Μεσσήνιοι είχαν κάτι το ξεχωριστό στις σχέσεις τους, ακόμη και σήμερα έχουν άριστες σχέσεις.
Οι Βοσκοί με τα γιδοπρόβατα κατέβαιναν το Φθινόπωρο από την Αρκαδία στη Μεσσηνία και την Άνοιξη επέστρεφαν στην Αρκαδία, έτσι οι ντόπιοι τους ονόμασαν Ανεβοκατεβάτες. Τα γιδοπρόβατα φορούσαν στο λαιμό ένα κουδούνι ή τροκάνι, ώστε ο βοσκός να τα ακούει και να τα εντοπίζει εύκολα.
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8601-1.jpg?w=1024)
Όταν άρχιζαν το ταξίδι τους προς τα χειμαδιά της Μεσσηνίας υπήρχε μια ανεπανάληπτη οχλοβοή. Τα κουδούνια και τα τροκάνια χτυπούσαν μελωδικά, τα γιδοπρόβατα βέλαζαν, τα σκυλιά γαύγιζαν, ενώ οι τσοπάνηδες σαλαγούσαν τα ζωντανά τους κατά τα χαμηλώματα, φωνάζοντας και σφυρίζοντας. Μπροστά πήγαιναν τα μουλάρια και τα άλογα φορτωμένα με τα απαραίτητα ρούχα και είδη οικιακής χρήσης, όπως μπατανίες, σαΐσματα, κουβέρτες και τη συσκευή που χρησιμοποιούσαν για το τυροκομειό, όπως καζάνια, τετζέρια, σκάφες, τσαντίλες και ότι άλλο ήταν απαραίτητο. Ακολουθούσαν τα γίδια και μπροστά πήγαινε ο τράγος, περήφανος και καμαροτός, τον αποκαλούσαν γκεσέμι. Ήταν μεγαλόσωμος με μεγάλα κέρατα και βαρύ τροκάνι και οδηγούσε το κοπάδι στο κατάλληλο δρόμο.
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8818-1.jpg?w=764)
Πίσω από τα γίδια ακολουθούσαν τα πρόβατα, ενώ τα τσοπανόσκυλα πάντοτε πήγαιναν μπρος και πίσω από το κοπάδι. Ο πιο έμπειρος Τσοπάνης επέβλεπε το κοπάδι ώστε να ακολουθήσει το κατάλληλο δρόμο.
Το βράδυ που σταματούσαν να κοιμηθούν, τα τσοπανόσκυλα έμεναν άγρυπνα, γαύγιζαν και ούρλιαζαν για να φοβίσουν τα αγρίμια όπως τους λύκους. Υπήρχαν επίσης πολλοί κλέφτες εκείνη την εποχή, οι οποίοι έκλεβαν ξένα ζώα για να μη σφάζουν τα δικά τους και μειώσουν το κοπάδι τους. Το ονειρό τους ήταν να αποκτήσουν 1000 γίδια ή πρόβατα.
Αρχικά είχαν καλύβες στη Μεσσηνία διότι κάθε άνοιξη επέστρεφαν στα σπίτια τους στην Αρκαδία που είχαν μείνει οι νεαρές οικογένειες με τους ηλικιωμένους γονείς τους.
![](https://christosptsonis.home.blog/wp-content/uploads/2024/06/img_8588-1.jpg?w=1024)
Οι Τσοπάνηδες, εξυμνούσαν με ποιήματα και τραγούδια τα βιοματάτους όπως καλοκαίρια και χειμώνες, παλληκαριές και λεβεντιές, λαχτάρες και καημούς, χαρές και λύπες, έρωτες, αντιζηλίες και απιστίες.
Αφιερώνω λοιπόν σε όλους τους Λεβέντες Ανεβοκατεβάτες του Μοριά στα Χειμαδιά της Μεσσηνίας δύο ωραία τραγούδια του αείμνηστου Δημήτρη Ζάχου..
ΣΑΛΑΓΑΤΑ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΜΙΚΡΗ ΤΣΟΠΑΝΟΠΟΥΛΑ
ΚΡΥΦΑ ΔΥΟ ΜΑΤΙΑ ΑΓΑΠΩ
ΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Τελικά, πολλοί από τους Ανεβοκατεβάτες αποφάσισαν να παραμείνουν στα χειμαδιά της Μεσσηνίας όλο το χρόνο. Ίσως να βαρέθηκαν να κάνουν το ταξίδι κάθε χρόνο ή να προτιμούσαν το ήπιο κλίμα και τις καλύτερες συνθήκες καλλιέργειας στη Μεσσηνία.
Μερικά από τα χωριά της Μεσσηνίας που μετοίκησαν Αρκάδες βοσκοί ήταν: ΑΚΡΙΤΟΧΩΡΙ, ΑΡΑΠΟΛΑΚΚΑ, ΒΛΑΣΑΙΙΚΑ, ΒΟΥΝΑΡΙΑ, ΓΑΛΑΙΙΚΑ, ΓΡΕΒΙΤΣΑ, ΚΑΜΑΡΙΑ, ΚΑΠΛΑΝΙ, ΚΑΛΛΙΘΕΑ, ΚΑΝΤΙΡΟΓΛΗ, ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ, ΚΟΡΩΝΗ, ΚΥΝΗΓΟΥ, ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ, ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΧΩΡΙΟ, ΛΑΧΑΝΑΔΑ, ΛΟΓΚΑ, ΜΗΝΑΓΙΑ, ΜΗΛΙΤΣΑ, ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΙΙΚΑ, ΜΠΛΑΝΑΙΙΚΑ, ΜΥΣΤΡΑΚΙ, ΠΗΔΑΣΟΣ, ΡΙΠΕΝΑ, ΤΣΩΝΑΙΚΑ, ΥΑΜΕΙΑ, ΦΑΛΑΝΘΗ, ΦΙΛΙΑΤΡΑ, ΦΟΙΝΙΚΗ, ΧΑΡΟΠΟΙΟ, ΧΡΥΣΟΚΕΛΑΡΙΑ, ΧΩΜΑΤΕΡΟ.
Οι πρώτοι Τσοπάνηδες από την Αρκαδία που κατοίκισαν στα ΥΑΜΕΙΑ ήταν πέντε αδέλφια ΜΟΥΡΔΟΥΚΟΥΤΑ και οι ΣΑΡΔΕΛΑΙΟΙ.
Στα ΚΑΜΑΡΙΑ ήρθαν τα τρία αδέλφια ΤΟΜΑΡΑ βοσκοί από το Αρκουδόρεμα, Αρκαδίας και ονόμασαν το χωριό ΤΟΜΑΡΑΙΙΚΑ.
Το χωριό ΒΛΑΣΣΑΙΙΚΑ το δημιούργησαν η οικογένεια ΒΛΑΣΣΗ. Λέγεται ότι ο γέρο Βλάσσης όταν ήταν νέος στην Αρκαδία, ξυλοκόπησε ένα Τούρκο που ενεχλούσε την αδελφή του Κατερίνα και να μην τον συλλάβουν και τον σκοτώσουν, έφυγε και ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Μεσσηνία Οι Βλάσσιδες δεν ήταν μόνο κτηνοτρόφοι αλλά ίδρυσαν νερόμυλους και κυψέλες.
Στα χωριά ΑΡΑΠΟΛΑΚΑ, ΠΗΔΑΣΟ, ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΙΙΚΑ και ΓΑΛΑΙΙΚΑ, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν βλάχοι βοσκοί από το Αρκουδόρεμα, Στεμνίτσα και άλλα χωριά της Αρκαδίας.
Στο ΓΡΙΖΟΚΑΜΠΟ εγκαταστάθηκαν οι ΤΣΩΝΑΙΟΙ, κτηνοτρόφοι από το Χρυσοβίτσι, της Αρκαδίας και το ονόμασαν ΤΣΩΝΑΙΙΚΑ.