ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ: Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

Μετά  από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η Ελληνίδα της υπαίθρου συνέβαλε αθόρυβα στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Η προσφορά της είναι μοναδική και η αξία της διαχρονική. Έχει αναλάβει ένα δύσκολο, πρωταγωνιστικό και πολύπλευρο ρόλο, να είναι σύζυγος, μητέρα, νοικοκυρά και αγρότισσα.  

Τα πρώτα 150 χρόνια μετά την επανάσταση, η Ελλάδα ήταν κυρίως αγροτική και η Ελληνική Κοινωνία πατριαρχική. Ήταν έθιμα και παραδόσεις που έμειναν από τους Οθωμανούς Τούρκους που είχαν υποδουλώσει τη χώρα από το 1453. Η Ελληνίδα αγρότισσα δεν είχε ισότητα με τον άνδρα, παρόλο που συνέβαλε σημαντικά στην ευημερία της οικογένειάς της. Υπήρχαν άγραφοι νόμοι της πατριαρχίας και της «τιμής και της ντροπής». Οι άνδρες καθιέρωσαν τη τιμή τους διατηρώντας τη φήμη τους ως καλοί πάροχοι και προστάτες της οικογένειας. Μπορούσαν να χάσουν τη τιμή τους και να αισθάνονται ντροπή ακόμη και με την υποτιθέμενη κακή συμπεριφορά της γυναίκας τους ή οποιασδήποτε γυναίκας στην οικογένεια.

Εκτός από τη πατριαρχική κουλτούρα και την έννοια της «τιμής και ντροπής», ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλε στη διαιώνιση του κατώτερου καθεστώτος των γυναικών ήταν η επιρροή της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία τόνιζε ότι ο ρόλος της γυναίκας πρέπει να είναι καλή σύζυγος και μητέρα και ήταν αντίθετη στην ισότητα των φύλων. Οι γυναίκες δεν είχαν επιλογή πόσα παιδιά θα είχαν και αναμενόταν να φέρουν στη ζωή όλα τα παιδιά που τους έδωσε ο Θεός. Έτσι συνήθως οι περισότερες οικογένειες είχαν 6-8 παιδιά. Ο έλεγχος των γεννήσεων και η άμβλωση θεωρήθηκαν αμαρτίες. Οι ιερείς ενθάρρυναν τις γυναίκες να πηγαίνουν στην εκκλησία τακτικά με τα παιδιά τους, να εξομολογούνται, να νηστεύουν και να λαμβάνουν τη θεία κοινωνία. 

Περίπου μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα πολλοί γονείς δεν δήλωσαν τη γέννηση της κόρης στο ληξιαρχείο του δήμου παρά μόνο όταν ήταν να παντρευτεί. Η ημερομηνία γέννησης ήταν αυθαίρετη. Ακόμα και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, επειδή οι άνθρωποι ήταν απασχολημένοι με τις αγροτικές εργασίες, ο πατέρας συχνά πήγαινε μόνο μία φορά το χρόνο, συνήθως τον Ιανουάριο, για να δηλώσει το παιδί που γεννήθηκε κατά το προηγούμενο έτος. Αυτό σημαίνει ότι οι ημερομηνία γέννησης δεν ήταν ακριβείς με αποτέλεσμα πολλά κορίτσια στην ίδια οικογένεια να έχουν ημερομηνίες γέννησης τον Ιανουάριο, πιθανώς επειδή ο πατέρας τους, που ήταν συνήθως αυτός που έγραφε τα παιδιά του, επέλεγε μια ημερομηνία γέννησης του Ιανουαρίου έχοντας ξεχάσει πότε γεννήθηκαν!

Σε πολλά μέρη της χώρας τα αγόρια τα ονόμαζαν παιδιά και τα κορίτσια τσούπρες. Προτιμούσαν τα αρσενικά παιδιά έναντι των θηλυκών επειδή τα αγόρια θα συνέχιζαν το οικογενειακό όνομα και επιπλέον είχαν ανωτέρα σωματική δύναμη από τα κορίτσια για να εργαστούν στις αγροτικές δουλειές. Επίσης οι γονείς είχαν το πρόσθετο κόστος και ανάγκη να παράσχουν προίκα στις κόρες τους για να παντρευτούν. Η προίκα καταργήθηκε επίσημα το 1983. Συνήθως όταν είχαν παντρέψει και τη τελευταία κόρη ο πατέρας έλεγε με ικανοποίηση και ανακούφιση τη φράση “τελικά ξεπούλησα”. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι σε πολλές οικογένειες ήταν συνήθειο να παντρέψουν πρώτα τα κορίτσια και μετά τα αγόρια.

Οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου πριν από το 1952. Η παραδοσιακή ανδροκρατούμενη κοινωνία απαιτούσε να φροντίζουν το σπίτι και τα κορίτσια να βοηθούν τη μητέρα τους να μεγαλώσει τα μικρότερα αδέρφια και αδελφές τους. Ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του 1970, αποκαλούσαν τη σύζυγο με το όνομα του συζύγου, υποδεικνύοντας ότι ανήκει σε αυτόν. Για παράδειγμα, τη σύζυγο του Βασίλη τη φώναζαν “Βασίλαινα” και τη σύζυγο του Παναγιώτη “Παναγιώταινα”. Ως παιδιά δεν γνωρίζαμε το αληθινό όνομα πολλών γυναικών στο χωριό, αφού δεν ακούσαμε ποτέ να αναφέρονται ή να απευθύνονται με το πραγματικό όνομα τους!

Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα αγόρια και κορίτσια δεν πήγαιναν στο σχολείο. Για τα κορίτσια συνεχίστηκε ακόμη και μέχρι το 1922, όπου οι γονείς στις αγροτικές περιοχές δεν επέτρεπαν στα κορίτσια τους να φοιτήσουν ούτε στο δημοτικό σχολείο, “λόγω ηθικής”, έλεγαν! Μέχρι το 1950 πολλοί γονείς επέτρεπαν μόνο τα αγόρια να έχουν δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό μερικώς οφείλετο στο ότι οι μαθητές έπρεπε να μετακινηθούν σε μεγαλύτερες πόλεις για να σπουδάσουν και αυτό θα έκανε τα κορίτσια ευάλωτα και θα αποτελούσαν πιθανή απειλή για την ανδρική τιμή και το όνομα της οικογένειας. Επιπλέον όταν τα παιδιά τους πήγαν να σπουδάσουν σε μεγαλουπόλεις, οι γονείς έπρεπε να πληρώσουν τα έξοδα και για πολλούς ήταν αδύνατο. Για αυτό προτιμούσαν να στείλουν μόνο 1-2 αγόρια. 

Τη περίοδο του 1950-1960 πραγματοποιήθηκαν ορισμένες ριζικές κοινωνικές αλλαγές στην αγροτική κοινωνία. Λόγω της τρομερής οικονομικής ανάγκης, οι οικογένειες που χρειάζονταν χρήματα άρχισαν να επιτρέπουν τα κορίτσια να πάνε στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις για να εργαστούν. Συνήθως το κορίτσι κατοικούσε με έναν συγγενή, επειδή υπήρχε ο φόβος ότι μπορούσε να παραστρατήσει μόνη! Τα ανύπαντρα κορίτσια, τόσο στην αγροτική όσο και στην αστική Ελλάδα, άρχισαν να μεταναστεύουν στο εξωτερικό, όπως Αμερική, Αυστραλία, Καναδά και Γερμανία για να εργαστούν ως οικιακοί βοηθοί σε πλούσιες οικογένειες. Λίγο αργότερα κατοικούσαν μόνες και έκαναν πρόσκληση στο κρυφό θαυμαστή ή εραστή από το χωριό. Υπήρχαν επίσης γάμοι με προξενιό, που καθόριζε ο πατέρας.

Τη περίοδο 1967-1974, κάτω από τη στρατιωτική δικτατορία, η χώρα εφήρμοσε ξανά αυστηρούς και πατριαρχικούς κανόνες. Η δικτατορία ήταν ένα στρατιωτικό εθνικιστικό καθεστώς που επέβαλε τη διαφοροποίηση των φύλων και την εξιδανίκευση της πατριαρχικής οικογένειας. Η ιδανική γυναίκα ήταν καλή νοικοκυρά, καλή σύζυγο και καλή μητέρα με αποτέλεσμα ο γάμος και η μητρότητα να αποκτήσουν μεγάλο σεβασμό. Όλα αυτά συνέβαλαν στο να έχουν οι απόψεις και αποφάσεις της γυναίκας μεγάλη σπουδαιότητα και επιρροή μέσα στην οικογένεια.

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Γενικά τα σπίτια στο χωριό ήταν διώροφα πέτρινα με ξύλινα πατώματα και ξύλινη σκεπή καλυμμένη με καλάμια και πήλινα κεραμίδια. 

Στον εξωτερικό χώρο υπήρχε μια πέτρινη σκάλα από την οποία ανέβαιναν στο πάνω όροφο. Κάτω από τη βεράντα της σκάλας συνήθως υπήρχαν μία ή δύο καμάρες, που έμενε το χοιρινό, ο γάιδαρος ή ο σκύλος. Πλούσιες οικογένειες είχαν στην αυλή πέτρινη περίφραξη με ξύλινη πόρτα στην είσοδο. Πλησίον στο σπίτι υπήρχε ο φούρνος που έψηναν ψωμί και γλυκά. Επίσης είχαν ένα σκεπαστό χώρο που έβαζαν τα ξύλα για το τζάκι και το φούρνο και έναν άλλο για να μένουν λίγα γιδοπρόβατα. Υπήρχε και το κοτέτσι για τις κότες με τα κοκόρια. Στην άκρη της αυλής είχαν την οικογενειακή τουαλέτα, φτιαγμένη από μια κυκλική τρύπα στο έδαφος, σκεπασμένη μερικώς με σανίδες για να πατάνε. Γύρο τοποθετούσαν κλαδιά για να μη φαίνεται όποιος τη χρησιμοποιούσε.

Το ισόγειο συνήθως το χώριζαν σε δύο τμήματα. Στο ένα έβαζαν το βαρέλι με το κρασί, τζάρες με λάδι και σιτηρά, παστωμένο χοιρινό κρέας ή ελιές και διάφορα αγροτικά εργαλεία. Στο άλλο είχαν το άχυρο από το σιτάρι και σανό από φίκο για να ταΐζουν τα ζώα το χειμώνα.

Στον πάνω όροφο έμενε η οικογένεια, αποτελείτο από τη κουζίνα, ένα μικρό υπνοδωμάτιο με το εικόνισμα, το καντήλι και το στεφανοκούτι στο τοίχο, το οποίο ήταν για τους γονείς. Ένα άλλο υπνοδωμάτιο για το παντρεμένο παιδί ή για τους επισκέπτες. Ο χαγιάτις που χρησιμοποιούσαν ως καθιστικό και είχαν τον αργαλειό. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που κοιμόταν τα παιδιά στρωματσάδα και επίσης το χρησιμοποιούσαν ως σαλοτραπεζαρία, στους γάμους, πανηγύρια και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις.

ΓΑΜΟΣ

Ενώ τα ήθη και έθιμα του γάμου διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, θα αναφέρω το παραδοσιακό γάμο της περιοχής μας και γενικά της Μεσσηνίας το παλιό καιρό.

Ο γάμος ή αλλιώς παντρειά ακολουθούσε μερικά βήματα: το προξενείο, οι αρραβώνες, η προετοιμασία της στέψης, η στέψη και η πρώτη νύχτα του γάμου. Ήταν ένα σημαντικό γεγονός για τους υποψηφίους, τους γονείς, τους συγγενείς και γενικά για όλη τη κοινωνία του χωριού. Ο πρώιμος γάμος για κορίτσια, συχνά στα τέλη της εφηβείας τους, ήταν ένας τρόπος για να διασφαλιστεί το καλό όνομα της οικογένειας. Ήταν απαγορευτικό ένας νέος και μια νέα να έχουν ερωτική σχέση κρυφά. Εάν η οικογένεια ενός κοριτσιού ανακάλυπτε ότι η κόρη τους είχε εμπλακεί σε μια μυστική ερωτική σχέση, θα αναγκαζόταν να τη παντρέψουν με το νεαρό που είχε σχέση, εάν και οι δύο οικογένειες συμφώνησαν, ή κανόνιζε ο πατερας ένα γρήγορο γάμο με ένα άλλο άντρα της επιλογής του. Σε μερικές περιπτώσεις, που δύο νέοι ήταν κρυφά ερωτευμένοι, το κορίτσι το έλεγε στη μητέρα της, και αν αυτή δεν έφερνε αντίρρηση, το έλεγε στο σύζυγο της και αυτός έπαιρνε τη τελική απόφαση.

Για τη παντρειά των κοριτσιών αποφάσιζε ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος αδελφός, αν ο πατέρας είχε πεθάνει, και το κορίτσι δεν είχε άλλη επιλογή. Ακόμη και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, λόγω της φτώχειας, ο πατέρας προσπαθούσε να παντρέψει τη κόρη του με ένα πλούσιο ηλικιωμένο γαμπρό.

Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, Ελληνοαμερικανοί σαραντάρηδες επέστρεψαν στην Ελλάδα και παντρεύτηκαν κορίτσια στην εφηβεία τους και τα πήραν στην Αμερική. Ένας τέτοιος γάμος παρείχε οικονομική ασφάλεια για τη νύφη και ήταν σπουδαιότερη από τα συναισθήματα της.

Προξενιό 

Το πρώτο βήμα του γάμου ήταν το προξενιό (συνοικέσιο). Συνήθως κάθε χωριό είχε έναν ή περισσότερους μεσολαβητές, γνωστοί ως προξενητές και προξενήτρες, οι οποίοι έβρισκαν έναν υποψήφιο γαμπρό ή νύφη. Τα κορίτσι ήταν συνήθως στο τέλος της εφηβείας της και το αγόρι περίπου 30 ετών. Ο μεσολαβητής συζητούσε με τον πατέρα σε κάθε οικογένεια για το ζευγάρωμα των παιδιών, καθώς και για τη προίκα που θα έδινε στο γαμπρό ο πατέρας της κόρης. Αποδεκτή προίκα ήταν συνήθως χρήματα, χρυσαφικά, ένα με δύο χωράφια ή μερικά αιγοπρόβατα. Τα κορίτσια που είχαν καλή προίκα ήταν περιζήτητα. Όσα δεν είχαν προίκα μπορούσαν να “μείνουν στο ράφι” συνήθιζαν να λένε οι παλιοί. 

Όλες οι συζητήσεις έγιναν απουσία των υποψηφίων γαμπρού και νύφης. Εάν οι πατέρες κατέληξαν σε μια αποδεκτή συμφωνία, το προξενιό ήταν τελικό και οι υποψήφιοι έπρεπε να αποδεχτούν την απόφαση των πατέρων τους χωρίς καμία αντίρρηση. Σε περίπτωση που έφερε ο γαμπρός αντίρρηση, τότε επέμβαινε η προξενήτρα ή προξενητής και του έλεγε ότι το κορίτσι έχει καλή προίκα, είναι καλή νοικοκυρά και εργατική στις αγροτικές εργασίες. Αν έφερνε αντίρρηση η κοπέλα τότε της έλεγαν κολακευτικά λόγια για τον υποψήφιο γαμπρό, πόσο λεβέντης και καλός νοικοκύρης είναι.

Σήμερα 15 Οκτώβρη είναι η Διεθνή Ημέρα της Αγρότισσας, η οποία καθιερώθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 2007 με απόφαση του Ο.Η.Ε. Επίσης το 2021 όλοι οι Έλληνες γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι θέλω να κάνω ένα αφιέρωμα στην Ελληνίδα της υπαίθρου διότι αξίζει μια ιδιαίτερη τιμή για τη προσφορά της στην ελληνική οικονομία ως αγρότισσα ή κτηνοτρόφος, πολλές φορές κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Πολλές φορές ο γαμπρός και η νύφη ήταν από διαφορετικά χωριά και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην έχουν συναντηθεί. Υπήρχαν τραγελαφικές ιστορίες πως μερικές φορές παρουσίαζαν για πρώτη φορά στο γαμπρό τη νέα και όμορφη κόρη της οικογένειας ως νύφη για να τον ευχαριστήσουν, όμως λίγες ημέρες αργότερα του παρουσίαζαν τη μεγαλύτερη και άσχημη  κόρη. Αν ο γαμπρός έφερνε αντίρρηση τότε όλοι του έλεγαν ότι είναι το ίδιο κορίτσι που πρωτοείδε, απλώς ήταν νύχτα και δεν το είχε προσέξει καλά! 

Η μητέρα μου είχε 5 μικρότερες αδελφές και 2 αδέλφια και ζούσαν από τη καλλιέργεια λίγης αγροτικής περιουσίας και από ένα μικρό κοπάδι πρόβατα. Σύμφωνα με αυτά που μου είχε αναφέρει η ίδια, παντρεύτηκε με προξενιό. Ως προίκα ζήτησαν από τον πατέρας της όλα τα πρόβατα περίπου 15-20 και 15 κιλά τυρί, όμως υπήρχε αντίσταση από τον πατέρα της διότι τα πρόβατα ήταν απαραίτητα για τη διαβίωση όλης της οικογένειάς του, παρέχοντας γάλα, τυρί, μαλλί και κρέας. Μετά από πολύ διαπραγμάτευση συμφώνησε ο πατέρας της να δώσει τα πρόβατα ως προίκα, υπό τον όρο ότι θα μπορούσε να τα έχει μισακά με τον πατέρα μου. Όμως ήταν δύσκολο να δώσει και τα 15 κιλά τυρί με αποτέλεσμα να μην προχωρεί η συζήτηση. Τελικά συμφώνησε ένας συγγενής του μητρικού παππού μου να δώσει τα 15 κιλά τυρί και έτσι το προξενιό είχε αίσιο τέλος. Ωστόσο, η οικογένεια του πατέρα μου δεν έλαβε ποτέ τα 15 κιλά τυρί! Ακόμη μέχρι σήμερα όταν αναφέρουμε την ιστορία για το τυρί, ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.

Ενας αξιόλογος προξενητής στη περιοχή μας το 1950-1960 ήταν ο Κωνσταντίνος Τσώνης, γνωστός ως Κωστής, από τα Τσωναίκα. Είχε ένα όμορφο άλογο και πήγαινε στα πανηγύρια να λάβει μέρος στις ιπποδρομίες που έκαναν. Ήταν πολύ κοινωνικός και αγαπητός από τους κατοίκους στα χωριά και έτσι έκανε πολλά προξενιά με επιτυχία. Σήμερα είναι 96 ετών και κατοικεί στη Φοινικούντα.

Αρραβώνες  

Το δεύτερο βήμα του γάμου ήταν οι αρραβώνες του νεαρού ζευγαριού. Εάν οι γονείς δεν είχαν αντιρρήσεις σχετικά με τη προίκα, όριζαν την ημερομηνία για την επίσημη δέσμευση. Αυτό ήταν απαραίτητο για να επιτραπεί στο ζευγάρι να συναντηθεί και να γνωριστεί. Μέχρι την επίσημη δέσμευση, το ζευγάρι μπορούσε να συναντηθεί με τη παρουσία ενός συνοδού, ποτέ μόνο του. 

Την ημέρα των αρραβώνων, η οποία ήταν πάντα Σαββατόβραδο, ο υποψήφιος γαμπρός με τους συγγενείς του πήγε στο σπίτι της μελλοντικής νύφης, όπου τους περίμενε να τους καλωσορίσει με την οικογένεια και τους συγγενείς της. Ο πατέρας του γαμπρού περνούσε τις βέρες στο ζευγάρι και κανόνισαν την ημερομηνία του γάμου, πάντα ημέρα Κυριακή. Κουμπάρος γινόταν ο νονός του γαμπρού και αν δεν ζούσε, ο γαμπρός έκανε κουμπάρο το καλύτερο του φίλο. Κατόπιν άρχιζε το γλέντι, ενώ οι γυναίκες της οικογένειας της νύφης σέρβιραν μεζέ με κρασί στους άντρες και γλυκά στις γυναίκες. Σε όλο το χωριό ακούγονταν πυροβολισμοί από το μπαλκόνι ή παράθυρο του σπιτιού για να μάθουν οι κάτοικοι το ευχάριστο γεγονός.

Στις αρραβώνες του Παναγιώτη Φωτίου Τσώνη με την Ελένη Γεωργίου Ψυχάρη, τις οργάνωσε ο πατέρας μου Παναγιώτης (Μάλλιος) διότι ο πατέρας του γαμπρού, Φώτιος και αδελφός του πατέρα μου, είχε σκοτωθεί στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940. 

Στη φωτογραφία είναι από αριστερά προς τα δεξιά: η Ρήνα αδελφή του Κωστή, πίσω της η Βούλα σύζυγος του Κωστή, μπροστά της βρίσκεται η Τότα με το γιο της Γιάννη σύζυγος του Νιόνιου από τη Λούτσα, δίπλα από τη Βούλα είναι η Γιαννούλα σύζυγος του Λιάβαρη, Πίσω από τη Γιαννούλα με τα γυαλιά είναι η μητέρα μου, δίπλα της είναι ο Νιόνιος από τη Λούτσα, Μπροστά είναι η αδελφή μου Κική κρατώντας μια πίτα, δίπλα της είναι ο Τρύφωνας γιος του Λιάβαρη κρατώντας επίσης μια πίτα, το αγόρι πίσω από το Τρύφωνα είναι ο ξάδερφός μου Τάσος, πίσω από το Τρύφωνα είναι ο πατέρας του Λιάβαρής, δίπλα από το Λιάβαρη είναι ο Ηλίας αδελφός του πατέρα μου από το Ζιζάνιον, μπροστά στον Ηλία βρίσκεται ο Τάκης αδελφός του Τάσου, μπροστά από το Τάκη είναι ο Τρύφωνας κρατάει γλυκά αδελφός του Νιόνιου, ο άλλος κύριος με τις δίπλες είναι ο Βλαχομάστωρας, δίπλα του με τις μπομπονιέρες είμαι εγώ, πίσω από το Βλαχομάστωρα είναι ο Σταύρος (ο βιολιστής), πίσω από τον Σταύρο, με ένα άσπρο καπέλο και σκούρα γυαλιά είναι κάποιος συγγενής, μπροστά του είναι η Μαρίτσα αδελφή του Βλαχομάστωρα, δίπλα η γυναίκα με γυαλιά (άγνωστη), πίσω της είναι ο συζυγος της Μαρίτσας Γιώργος ο Γιαννόπουλος, δίπλα του είναι ο πατέρας μου μάλλιος, μπροστά του είναι η συζυγος του Βλαχομάστωρα Ελένη, τα δύο μικρά αγόρια μπροστά από τον Τρύφωνα είναι ο Ηλίας γιος του Βλαχομάστωρα και πίσω από τον Ηλία ο Λυκούργος γιος της Θεανώ.

Προετοιμασία Στέψης 

Η στέψη γινόταν πάντα Κυριακή, άνοιξη, καλοκαίρι ή φθινόπωρο, εκτός από τη Σαρακοστή, και ποτέ το Μάιο, διότι αυτό το μήνα ζευγαρώνονται τα γαϊδούρια. Το μυστήριο της στέψης γινόταν στην εκκλησία στο χωριό της νύφης, ενώ η μεγάλη γιορτή ήταν στο σπίτι του γαμπρού στο χωριό του.

Τη Δευτέρα και Τρίτη πριν τη στέψη, νεαρά κορίτσια της νύφης και του γαμπρού πήγαν στα σπίτια στο χωριό για να καλέσουν συγγενείς και φίλους στο γάμο. Οι προσκλήσεις ήταν προφορικές και οι αποκληστικοί συγγενείς ήταν ήδη ενημερωμένοι στις αρραβώνες. 

Τη Τετάρτη οι γυναίκες έφτιαχναν τις πίτες και άλλα γλυκίσματα. Σύμφωνα με το έθιμο, για να είναι το πρώτο παιδί των νεονύμφων αγόρι, το πρωτότοκο αγόρι στην οικογένεια κοσκίνιζε το αλεύρι και ακολουθούσαν οι παντρεμένες γυναίκες που είχαν παιδιά. Τις πίτες τις στόλιζαν με διάφορα σχέδια, όπως πουλιά, σταφύλια, λουλούδια ή μια καρδιά με το όνομα του γαμπρού. Στο σπίτι της νύφης, οι γυναίκες τραγουδούσαν λυπημένα τραγούδια καθώς έφτιαχναν πίτες και γλυκίσματα, γιατί η νύφη σύντομα θα έπρεπε να αφήσει τους γονείς της, τα αδέλφια και τις φίλες της για να ζήσει με το σύζυγο στο χωριό του.

Την Πέμπτη το πρωί κορίτσια, από τους συγγενείς της νύφης, ετοίμαζαν τα προικιά τα οποία ήταν ενδυμασίες της νύφης, ρούχα για το σπίτι όπως σεντόνια, μαξιλάρια, τραπεζομάντηλα, διάφορα χειροποίητα πλεκτά και χοντρά ρούχα που είχαν υφάνει στον αργαλειό, όπως κουβέρτες, χαλιά, παντανίες και σαΐσματα. Επίσης διάφορα σκεύη της κουζίνας τηγάνια, ταψιά, τσουκάλια, μια σιδεροστιά, ένα σίδερο και ένα καζάνι. Τη Παρασκευή το πρωί άπλωναν τα προικιά για να έρθουν να τα δουν οι γυναίκες του χωριού και το βράδυ τα έβαζαν μέσα σε μπαούλα και ήταν έτοιμα για να τα μεταφέρουν στο σπίτι του γαμπρού.

Το Σάββατο οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν να πάρουν τα προικιά με άλογα και γαϊδούρια. Αφού γλεντούσαν με τους συγγενείς της νύφης, τα φόρτωναν στα ζώα και τα μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού. Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, ήρθαν νέοι να τα πάρουν με άλογα και γαϊδούρια και όταν έφτασαν άρχισαν να τραγουδούν και όλοι βγήκαν να τους καλωσορίσουν και να τους κεράσουν σπιτικό κρασί με μεζέ και παραδοσιακά γλυκά. Στη συνέχεια φόρτωσαν τα προικιά και επέστρεψαν στο χωριό του γαμπρού, όπου και εκεί οι χωρικοί τους υποδέχτηκαν με χαρά. Ήταν μια χαρμόσυνη, πολύχρωμη εκδήλωση.

Στέψη 

Τη Κυριακή πολλοί καλεσμένοι ήρθαν στο σπίτι του γαμπρού και νύφης. Έπαιρναν μαζί τους μια πίτα, ένα ολόκληρο ή κομάτι σφαγμένο αρνί ή κατσίκι, κρασί και γλυκά, συνήθως δίπλες. Θα καθόταν στο τραπέζι το μεσημέρι και το βράδυ όπου θα γινόταν τρικούβερτο γλέντι μέχρι τη Δευτέρα το πρωί. 

Τη Κυριακή το απόγευμα όλοι οι καλεσμένοι πήγαν στην εκκλησία με το γαμπρό, ο οποίος περίμενε τη νύφη ανυπόμονα, όμως η νύφη καθυστερούσε για να κάνει το γαμπρό να ανησυχεί! Τελικά φτάνει έχοντας δίπλα της το πατέρα της, ο οποίος θα τη παραδώσει στο γαμπρό. Όταν άρχιζε το μυστήριο ο ιερέας ευλογούσε τις βέρες και με το κουμπάρο τις πέρασαν στο χέρι του γαμπρού και νύφης. Το κυκλικό τους σχήμα συμβολίζει αιωνιότητα. Μετά σταυρώνει τρείς φορές τα στέφανα πάνω στο κεφάλι των νεονύμφων και κάνει ο κουμπάρος το ίδιο. Τα στέφανα είναι ενωμένα με μια λευκή κορδέλα που συμβολίζει την ενότητα του ζευγαριού. Στη διάρκεια του μυστηρίου όταν ακούγεται το “η γυνή να φοβείται τον άνδρα”, η νύφη πατάει το πόδι του γαμπρού πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορέσει να έχει τον πρώτο λόγο στο σπίτι! Ακολουθεί ο χορός του Ησαΐα, που συμβολίζει ότι το ζευγάρι ενωμένο κάνει τα πρώτα βήματα στην καινούργια ζωή. Οι παρευρισκόμενοι ρίχνουν ρύζι στο ζευγάρι και τους εύχεται καλή ζωή. Το ρύζι συμβολίζει το ρίζωμα των νεονύμφων.  Στο τέλος του μυστηρίου της στέψης, οι νεόνυμφοι με τους γονείς τους στέκονται στη σειρά για να τους χαιρετήσουν οι καλεσμένοι και να τους ευχηθούν καλή Η μητέρα του γαμπρού, προχωρεί βιαστικά για να πάει στο σπίτι να περιμένει τους νεόνυμφους για να γλυκάνει τη νύφη με μέλι, μια φιλόξενη χειρονομία. Σύμφωνα με τη παράδοση, το ζευγάρι έπρεπε πρώτα να μπει στο σπίτι με το δεξί πόδι. Όταν φτάσουν και οι υπόλοιποι από την εκκλησία, η νύφη γυρίζει τη πλάτη της και πετάει την ανθοδέσμη. Τα ανύπαντρα κορίτσια τρέχουν να τη πιάσουν και αυτή που θα τη πιάσει πρώτη θα παντρευτεί σύντομα!

Αν το ζευγάρι ήταν από το ίδιο χωριό, οι νεόνυμφοι μαζί με τους συγγενείς προχωρούσαν με τα πόδια προς στο σπίτι του γαμπρού, με επικεφαλής τα  όργανα παίζοντας μουσική και τραγούδια.

Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, μετά τη στέψη όλο το συμπεθεριό έπαιρνε τη νύφη για να πάνε στο χωριό του γαμπρού. Η νύφη πάνω στο άλογο προχωρεί μπροστά, ακολουθούμενη από το γαμπρό και το υπόλοιπο συμπεθεριό. Συνήθως η οικογένεια της νύφης μαζί με τους συγγενείς της δεν πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, απλώς συγκεντρώθηκαν στο σπίτι των γονέων της νύφης για ένα απλό γεύμα. 

Αφού έχουν φτάσει όλοι στο σπίτι του γαμπρου, αρχίζει ο εορτασμός με φαγητό και ποτό, τραγούδι και χορό. Τα όργανα έπαιζαν βιολί, μπουζούκι και μερικές φορές κλαρινέτο ή ακορντεόν. Η νύφη ανοίγει το χορό συνήθως με το τραγούδι «Ωραία πούν είναι  η νύφη μας κι ωραία τα προικιά της». Ακολουθεί ο γαμπρός, ο κουμπάρος, οι γονείς και τα αδέλφια του γαμπρού και τέλος όλοι οι άλλοι καλεσμένοι. Μετά από τα μεσάνυχτα, οι περισσότεροι από τους άντρες ήταν μεθυσμένοι και τις πρωινές ώρες της Δευτέρας πολλοί είχαν πονοκέφαλο και κοιμόταν μέσα και έξω από το σπίτι.  

Η νύφη ανοίγει το χορό συνήθως με το τραγούδι «Ωραία πούν είναι η νύφη μας κι ωραία τα προικιά της». 

Τη Κυριακή πολλοί καλεσμένοι ήρθαν στο σπίτι του γαμπρού και νύφης. Έπαιρναν μαζί τους μια πίτα, ένα ολόκληρο ή κομάτι σφαγμένο αρνί ή κατσίκι, κρασί και γλυκά, συνήθως δίπλες. Θα καθόταν στο τραπέζι το μεσημέρι και το βράδυ όπου θα γινόταν τρικούβερτο γλέντι μέχρι τη Δευτέρα το πρωί. 

Τη Κυριακή το απόγευμα όλοι οι καλεσμένοι πήγαν στην εκκλησία με το γαμπρό, ο οποίος περίμενε τη νύφη ανυπόμονα, όμως η νύφη καθυστερούσε για να κάνει το γαμπρό να ανησυχεί! Τελικά φτάνει έχοντας δίπλα της το πατέρα της, ο οποίος θα τη παραδώσει στο γαμπρό.

Όταν άρχιζε το μυστήριο ο ιερέας ευλογούσε τις βέρες και με το κουμπάρο τις πέρασαν στο χέρι του γαμπρού και νύφης. Το κυκλικό τους σχήμα συμβολίζει αιωνιότητα. Μετά σταυρώνει τρείς φορές τα στέφανα πάνω στο κεφάλι των νεονύμφων και κάνει ο κουμπάρος το ίδιο. Τα στέφανα είναι ενωμένα με μια λευκή κορδέλα που συμβολίζει την ενότητα του ζευγαριού. Στη διάρκεια του μυστηρίου όταν ακούγεται το “η γυνή να φοβείται τον άνδρα”, η νύφη πατάει το πόδι του γαμπρού πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορέσει να έχει τον πρώτο λόγο στο σπίτι! Ακολουθεί ο χορός του Ησαΐα, που συμβολίζει ότι το ζευγάρι ενωμένο κάνει τα πρώτα βήματα στην καινούργια ζωή. Οι παρευρισκόμενοι ρίχνουν ρύζι στο ζευγάρι και τους εύχεται καλή ζωή. Το ρύζι συμβολίζει το ρίζωμα των νεονύμφων.  Στο τέλος του μυστηρίου της στέψης, οι νεόνυμφοι με τους γονείς τους στέκονται στη σειρά για να τους χαιρετήσουν οι καλεσμένοι και να τους ευχηθούν καλή ζωή. Αν το ζευγάρι ήταν από το ίδιο χωριό, οι νεόνυμφοι μαζί με τους συγγενείς προχωρούσαν με τα πόδια προς στο σπίτι του γαμπρού, με επικεφαλής τα  όργανα παίζοντας μουσική και τραγούδια.

Η μητέρα του γαμπρού, προχωρεί βιαστικά για να πάει στο σπίτι να περιμένει τους νεόνυμφους για να γλυκάνει τη νύφη με μέλι, μια φιλόξενη χειρονομία. Σύμφωνα με τη παράδοση, το ζευγάρι έπρεπε πρώτα να μπει στο σπίτι με το δεξί πόδι. Όταν φτάσουν και οι υπόλοιποι από την εκκλησία, η νύφη γυρίζει τη πλάτη της και πετάει την ανθοδέσμη. Τα ανύπαντρα κορίτσια τρέχουν να τη πιάσουν και αυτή που θα τη πιάσει πρώτη θα παντρευτεί σύντομα!

Αφού έχουν φτάσει όλοι στο σπίτι του γαμπρου, αρχίζει ο εορτασμός με φαγητό και ποτό, τραγούδι και χορό. Τα όργανα έπαιζαν βιολί, μπουζούκι και μερικές φορές κλαρινέτο ή ακορντεόν. Η νύφη ανοίγει το χορό συνήθως με το τραγούδι «Ωραία πουν η νύφη μας κι ωραία τα προικιά της». Ακολουθεί ο γαμπρός, ο κουμπάρος, οι γονείς και τα αδέλφια του γαμπρού και τέλος όλοι οι άλλοι καλεσμένοι. Μετά από τα μεσάνυχτα, οι περισσότεροι από τους άντρες ήταν μεθυσμένοι και τις πρωινές ώρες της Δευτέρας πολλοί είχαν πονοκέφαλο και κοιμόταν μέσα και έξω από το σπίτι.  

Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, μετά τη στέψη όλο το συμπεθεριό έπαιρνε τη νύφη για να πάνε στο χωριό του γαμπρού. Η νύφη πάνω στο άλογο προχωρεί μπροστά, ακολουθούμενη από το γαμπρό και το υπόλοιπο συμπεθεριό. Συνήθως η οικογένεια της νύφης μαζί με τους συγγενείς της δεν πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, απλώς συγκεντρώθηκαν στο σπίτι των γονέων της νύφης για ένα απλό γεύμα. Όταν ήμουν μικρό παιδί είχα πάει από τη Λούτσα στα Τσωναίκα στη μητρική γιαγιά μου και θυμάμαι η νύφη στην γειτονια να κλαίει απαρηγόρητα διότι έφευγε από τα Τσωναίκα να πάει στου γαμπρού το χωριό, στο Καπλάνι. Ήταν πολύ συγκινητική η εικόνα. 

Η Πρώτη Νύχτα του Γάμου

Η γιορτή της στέψης συνεχίστηκε όλη τη νύχτα, αλλά μετά τα μεσάνυχτα η νύφη και ο γαμπρός αποσύρθηκαν στο δωμάτιό τους. Θα κοιμόταν μαζί για πρώτη φορά και η παρθενιά της νύφης πριν από το γάμο ήταν ύψιστης σημασίας.

Το έθιμο του ματωμένου σεντονιού τη πρώτη νύχτα του γάμου, ήταν ένδειξη της αγνότητας και παρθενίας της νύφης. Το κρεβάτι ήταν καλυμμένο με λευκά σεντόνια και η νύφη έπρεπε να αποδείξει τη παρθενιά της. Όταν τελείωνε η σεξουαλική επαφή του ζευγαριού, ο γαμπρός άνοιξε το παράθυρο και έριξε μια τουφεκιά για να αναγγείλει σε όλους, που περίμεναν έξω από το σπίτι, ότι η νύφη ήταν «εντάξει”, ενώ η νύφη ως απόδειξη της Παρθενίας της κρέμασε το κηλιδωμένο από αίμα σεντόνι στο μπαλκόνι.

Υπήρχαν τραγελαφικές ιστορίες, με τη συγκατάθεση του γαμπρού, όπου το σεντόνι έφερε κηλίδες αίματος από σφαγμένο κοτόπουλο όταν η νύφη είχε χάσει τη παρθενιά της νωρίτερα. Στη σπάνια περίπτωση που η νύφη απέτυχε να αποδείξει την αγνότητα της, ο γάμος ακυρώνετο αυτόματα. Ωστόσο, για να σωθεί ο γάμος μερικές φορές ο γαμπρός θα συμφωνούσε για μια οικονομική αποζημίωση, π.χ. λίγα χρήματα, ένα χωράφι ή 5-6 ζώα. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς το άγχος και νευρικότητα που θα είχε βιώσει η νύφη τη πρώτη νύχτα του γάμου. Αλλά και ο γαμπρός θα είχε μεγάλο άγχος διότι έπρεπε να δείξει στη νύφη το αντριλίκι του.

Μετά το γάμο, το ζευγάρι κατοικούσε στο σπίτι του συζύγου συνήθως μαζί με τους γονείς και τα ανύπαντρα αδέλφια του. Αναμενόταν η νύφη να μοιραστεί τη κουζίνα με τη πεθερά και να παίξει υποτακτικό ρόλο με όλους στο σπίτι.

Στο νέο σπίτι έφτιαχνε το Γιούκο, που ήταν μια στοιβάδα από χοντρά ρούχα της προίκας, κουβέρτες. σαισματα, μπατανίες, κλπ. Τον σκεπάζει με ένα λευκό σεντόνι για να φαίνεται ωραίος και τον υπόλοιπο ρουχισμό τον έβαλε μέσα σε μπαούλο. Αφού είχε τακτοποιηθεί η νύφη στο νέο της σπίτι, γίνονταν τα πιστρόφια, δηλαδή η επιστροφή του ζευγαριού στο πατρικό της νύφης για να δει τους γονείς της και να γλεντήσουν για ακόμη μια φορά.

Με τη πάροδο του χρόνου όλοι περίμεναν νέα για την εγκυμοσύνη της νύφης και ήλπιζαν το νεογέννητο να είναι αγόρι. Η αρσενική γενεαλογία ήταν εξαιρετικά σημαντική. Ήταν μεγάλο στίγμα στην νέα οικογένεια αν δεν είχαν παιδιά και πάντα έφταιγε η νύφη! Υπήρχε μια δεισιδαιμονία που απαγόρευε στο ζευγάρι να παρευρεθεί σε κηδεία ή μνημόσυνο ή να επισκεφτεί νεκροταφείο για ένα χρόνο μετά το γάμο τους.

Τα παιδιά τα γεννούσαν στο σπίτι τους με τη βοήθεια της Μαμής. Κάθε χωριό είχε και μια Μαμή. Φυσικά αν παρουσιαζόταν μια επιπλοκή συνήθως το μωρό και πολλές φορές η μάνα πέθαιναν.

Ήταν μακρά παράδοση με τη γέννηση του μωρού, μητέρα και παιδί να μένουν στο σπίτι για 40 ημέρες. Ο πραγματικός λόγος όμως ήταν ότι τα παλιότερα χρόνια, η θνησιμότητα για τα μωρά ήταν υψηλή, λόγω σοβαρών λοιμώξεων, αφού δεν υπήρχαν εμβόλια, αντιβιοτικά, ούτε συχνή ιατρική φροντίδα του νεογέννητου. Το μητρικό γάλα περιέχει τις θρεπτικές ουσίες που χρειάζεται το μωρό. Τα αντισώματα που περιέχει θα προστατεύσουν το μωρό ενάντια στις ασθένειες που ίσως να αντιμετωπίσει τους πρώτους μήνες της ζωής του.

Μετά από 40 μέρες, μητέρα και παιδί πήγαιναν στην εκκλησία για να τους ευλογήσει ο ιερέας του χωριού.

Τα πολλά παιδιά στη νέα οικογένεια ήταν ευχάριστο και για τις δύο οικογένειες. Οι περισσότερες οικογένειες είχαν 8-10 παιδιά και όταν πήγαιναν να επισκεφτούν τη γιαγιά με το παππού ανέβαιναν στο γάιδαρο και πήγαιναν όλα παρέα.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 

Οι γυναίκες στην ύπαιθρο ήταν απασχολημένες από την αυγή μέχρι το σούρουπο, να σηκωθούν να αρμέξουν και να ταΐσουν τα οικιακά ζώα, και να ετοιμάσουν το πρωινό για τα παιδιά για να πάνε στο σχολείο.

Είχαν αγροτικές δουλειές όπως τη καλλιέργεια των δημητριακών, ελαιολάδου, σταφίδας ή καπνά, αμπέλια και κηπευτικά. Όλες οι δουλειές ήταν κουραστικές και χρειάστηκαν πολύ χρόνο επειδή οι συνθήκες ήταν πρωτόγονες. Οταν η μητέρα μου πήγαινε να εργαστεί στο χωράφι μας τύλιξε μωρά σε ένα χοντρό υφαντό του αργαλειού πανί και μας έβαζε μέσα στη νάκα, την έπαιρνε στον ώμο της και στο χωράφι τη κρέμαγε σε ένα κλαδί δέντρου για να μας προστατεύσει από φίδια και σκορπιούς. Άλλες φορές μας έβαζε σε ένα αναποδογυρισμένο σαμάρι γαϊδάρου. 

Το βράδυ γύριζε στο σπίτι κουρασμένη από την ολοήμερη εργασία κάτω από τον ήλιο, το κρύο ή τη βροχή και τη περίμεναν οι δουλειές του σπιτιού, όπως μαγείρεμα, ζύμωμα, πλύσιμο και σιδέρωμα ρούχων. Θυμάμαι ότι η γιαγιά μου και η μητέρα μου ήταν πάντα απασχολημένες. Μου άρεσε να τις βλέπω να φτιάχνουν ψωμί, να μαγειρεύουν, να πλένουν και να σιδερώνουν τα ρούχα. Πρέπει να τονίσω ότι στο σπίτι δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως, τρεχούμενο νερό και εσωτερική τουαλέτα. 

Πολλές αγρότισσες μάζευαν ξύλα, τα έβαζαν στη πλάτη και τα κουβαλούσαν στο σπίτι για φωτιά στο τζάκι και για να θερμάνουν το φούρνο να ψήσουν το ψωμί. 

Άλλες φορές επέστρεφαν στο σπίτι με τις γίδες και κουβαλούσαν ένα σακί φύλλα για να φάνε τα ζώα το βράδυ.

Δημητριακά 

Από τα δημητριακά το κύριο προϊόν για κατανάλωση από τους ανθρώπους ήταν σιτάρι και σε μικρότερες ποσότητες κριθάρι, σμιγάδι (μείγμα σιταριού και κριθαριού), φακές και κουκιά. Για ζωοτροφές και πουλερικά ήταν βρώμη, βίκος, καλαμπόκι και λούπινα.

Στις αρχές του χρόνου καθάριζαν το χωράφι, το όργωσαν και έσπερναν το σπόρο του δημητριακού που ήθελαν να καλλιεργήσουν. Ακολουθούσε το λιπάρισμα, βοτάνισμα και γύρω στα μέσα του καλοκαιριού άρχιζε ο θέρος, το αλώνισμα και λίχνισμα. Χώριζαν το άχυρο από το καρπό και τον πήγαιναν στο μύλο για να γίνει αλεύρι.

Ελαιόλαδο 

Η καλλιέργεια της ελιάς για τη παραγωγή ελαιολάδου ήταν σχετικά πιο εύκολη εργασία από τη καλλιέργεια των δημητριακών και της σταφίδας. Το ελαιόδεντρο χρειάζεται κλάδεμα, όργωμα, λιπάρισμα και ράντισμα. Γύρο στο Νοέμβρη οι ελιές έχουν ωριμάσει και άρχιζε ο ράβδος. Μετά ακολουθούσε το λίχνισμα για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα φύλλα. Έβαζαν το καρπό σε λιναρένια τσουβάλια, τα φόρτωσαν στο γάιδαρο και τα πήγαιναν στο ελαιοτριβείο για να παραχθεί το ελαιόλαδο.

Σταφίδα 

Η καλλιέργεια της σταφίδας ήταν πολύ απαιτητική και κουραστική εργασία για όλο το χρόνο. Τα κλήματα χρειαζόταν κλάδεμα, φουρκάδιασμα, ξελάκωμα, λιπάρισμα, σκάλισμα, χαράκωμα, γαλάζωμα, θειάφισμα, ξεφύλλισμα, τρύγημα. Τέλος άπλωναν τα σταφύλια στον ήλιο για να ξεραθούν και να γίνουν σταφίδα. Το αμπέλι για τη παραγωγή του κρασιού χρειαζόταν λιγότερη εργασία.  

ΔΙΑΤΡΟΦΗ 

Οι περισσότερες οικογένειες είχαν μερικά κοτόπουλα, ένα χοιρινό και μια ή δύο αγελάδες για το κρέας. Επίσης είχαν λίγα γιδοπρόβατα για το κρέας, γάλα, τυρί και το μαλλί τους με το οποίο έφτιαχναν ρούχα. Για φρούτα και λαχανικά είχαν κήπο και το χειμώνα καλλιεργούσαν κουνουπίδι, λάχανο, αγκινάρες, σπανάκι και πατάτες. Το καλοκαίρι είχαν ντομάτες, αγγούρια, φασόλια, μελιτζάνες, κολοκύθι, μαρούλι, πιπεριές, κρεμμύδια σκόρδα, πεπόνι και καρπούζι, οπωροφόρα δέντρα όπως σύκα, αχλάδια, αγκόρτσα, ροδάκινα και χαρούπια. Το φθινόπωρο και το χειμώνα υπήρχαν αμύγδαλα, πορτοκάλια, μανταρίνια, λεμόνια, κυδώνια και ρόδια. Στο έδαφος έριχναν κοπριά ή λίπασμα και το πότιζαν με νερό από πηγάδι ή από φυσικές πηγές.

ΡΟΥΧΙΣΜΟ 

Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, οι Ελληνίδες της υπαίθρου έφτιαχναν ρούχα για την οικογένεια και τα ανύπαντρα κορίτσια τη προίκα τους. Χρησιμοποιούσαν μαλλί προβάτου, μαλλί κατσίκας, βαμβάκι, λινάρι και σπάρτο. Η διαδικασία ήταν χρονοβόρα και κουραστική διότι χρειαζόταν να μετατρέψουν τις πρώτες ύλες σε νήμα, το οποίον έβαφαν σε διάφορα χρώματα.  Με το νήμα από βαμβάκι και μαλλί προβάτου έπλεκαν με τα χέρια ζακέτες, κάλτσες και άλλα μαλακά ρούχα. 

Το νήμα από γιδόμαλλο, σπάρτο και λινάρι το ύφαιναν στον αργαλειό και έφτιαχναν τα βαριά ρούχα όπως σαίσματα, κουβέρτες, λιόπανα και σακιά. Τα περισσότερα χειμερινά κλινοσκεπάσματα, κιλίμια και τα πολύχρωμα χαλιά, για το δάπεδο και για το τοίχο, ήταν υφαντά στον αργαλειό. Το κιλίμι ήταν ένα ιδιαίτερο χαλί με έντονα χρώματα που το κρεμούσαν πάνω στο σαμάρι του αλόγου σε ειδικές κοινωνικές εκδηλώσεις όπως γάμους και πανηγύρια.

ΦΩΤΙΣΜΟΣ  

Τη νύχτα στα σπίτια είχαν για φωτισμό μια λάμπα πετρελαίου και μια μεταλλική λάμπα ελαιολάδου (λυχνάρι). 

Το λυχνάρι είχε ένα μακρύ βαμβακερό φυτίλι βυθισμένο σε ελαιόλαδο και ήταν πάντα κρεμασμένο στο τοίχο της κουζίνας. 

Η λάμπα πετρελαίου ήταν στη σαλοτραπεζαρία και μερικές φορές τη μετακινούσαμε από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ανάβαμε το βαμβακερό φυτίλι το οποίο απορροφούσε πετρέλαιο και έδινε φως. Έπρεπε να καθαρίζουμε το γυαλί συχνά για να παρέχει καλύτερο φωτισμό. Την ένταση της φλόγας τη κανονίζαμε με ένα κουμπί που είχε η λάμπα στα πλάγια και χρειαζόταν προσοχή διότι το γυαλί μπορούσε να σπάσει αν η φλόγα ήταν μεγάλη.

Το φανάρι περιείχε ελαιόλαδο και ένα βαμβακερό φυτίλι. Όταν το ανάβαμε κλείναμε τις γυάλινες πλευρές για να μη το σβήσει ο αέρας. Το χρησιμοποιούσαμε τη νύχτα στους εξωτερικούς χορούς η στο στάβλο για να ελέγξουμε τα ζώα. 

ΜΑΓΕΙΡΕΜΑ 

Για να μαγειρέψουμε και να πιούμε νερό χρειαζόταν να έχουμε καθαρό νερό. Το κουβαλούσαμε με το μπουγέλο από το πηγάδι του χωριού και το βάζαμε στη βίκα να διατηρείται δροσερό. Η σιδεροστιά και το λαδικό ήταν πάντα στη κουζίνα.

Το μαγείρεμα φαγητού γινόταν μέσα σε πήλινα ή χάλκινα σκέβη στη φωτιά στο τζάκι της κουζίνας, η οποία ήταν το μόνο ζεστό δωμάτιο στο σπίτι. Το ταψί το χρησιμοποιούσαμε να φτιάξουμε γλυκά η διάφορα φαγητά στο φούρνο. Στη στάμνα βάζαμε μεγάλη ποσότητα ελαιόλαδο, χοντρολιές ή τυρί. Η γαλατιέρα ήταν κατάλληλη για να βάζουμε το γάλα όταν αρμέγαμε τα ζώα.

Η μητέρα μας άναβε ξερά ξύλα με ένα σπίρτο και μετά έβαζε πάνω κούτσουρα. Τοποθετούσε στη φωτιά τη σιθεροστιά και έβαζε το τσουκάλι ή το τηγάνι για να μαγειρέψει να φάμε. Από τη φωτιά έπερνε κάρβουνα για να σιδερώσει τα πλυμένα ρούχα, επίσης μάζευε τη στάχτη για να τη χρησιμοποιήσει στο ζεστό νερό με το οποίο θα έπλενε τα ρούχα.

 ΖΥΜΩΜΑ

Στο ζύμωμα πρώτα κοσκίνιζαν με τη κρησάρα το σταρένιο αλεύρι για να χωρίσουν και να αφαιρέσουν το πίτουρο από το λευκό αλεύρι. Με το πίτουρο τάιζαν το χοιρινό και τα κοτόπουλα. Μέσα σε μια ξύλινη σκάφη έβαζαν το κοσκινισμένο λευκό αλεύρι, νερό, αλάτι, λίγη μαγιά και τα ανακάτευαν. Το μείγμα το ζύμωναν και το χώριζαν σε κομμάτια, τα οποία έβαζαν στη πινακωτή, τα σκέπαζαν και τα άφηναν για να φουσκώσουν. Άναβαν το φούρνο με ξύλα και κανόνισαν να θερμανθεί επαρκώς και ομοιόμορφα. Μάζευαν τη στάχτη και με ένα βρεγμένο πανί σκούπζαν τη κάτω επιφάνεια το φούρνου. Έπαιρναν από τη πινακοτί τα κομμάτια ζυμάρι, τα έβαζαν ένα ένα πάνω σε ξύλινο φτυάρι, τα τρυπούσαν 2-3 φορές για να μη σκάσουν και τα έριχναν στο φούρνο, τον έκλειναν και άφησαν τα κομμάτια να ψηθούν.

Οι κάτοικοι της υπαίθρου δεν είχαν ρολόγια και όμως γνώριζαν περίπου τι ώρα ήταν με το να κοιτάζουν τη σκιά ενός δέντρου την ημέρα και τα αστέρια τη νύχτα. Θυμάμαι τη μητέρα μου που σηκωνόταν νύχτα να ζυμώσει ψωμί, κοιτούσε τα αστέρια και γνώριζε περίπου τι ώρα ήταν. Με το χάραμα το ψωμί ήταν έτοιμο και έτσι είχε χρόνο να κάνει και τις υπόλοιπες δουλειές στο σπίτι πριν φύγει για το χωράφι.

ΠΛΥΣΙΜΟ 

Μια άλλη μεγάλη και κουραστική εργασία του σπιτιού ήταν το πλύσιμο των ρούχων ή μπουγάδα όπως έλεγαν. Το χειμώνα μετέφεραν νερό από το πηγάδι και το ζέσταναν σε εξωτερικό χορό αφού έφτιαχναν ένα τρίποδο τοποθετώντας 3 σωρούς πέτρες σε σχήμα τριγώνου και τοποθέτησαν το καζάνι. Το γέμιζαν νερό και έριχναν στάχτη που είχαν αποθηκεύσει από το φούρνο και το τζάκι.. Το σπιτικό σαπούνι που χρησιμοποιούσαν δεν σαπούνιζε καλά και πρόσθεσαν τη στάχτη στο νερό για να αφαιρέσει τα άλατα και να γίνει η αλισίβα, οπως την έλεγαν και έτσι σαπούνιζε το νερό καλύτερα. Τα ρούχα στη σκαφίδα τα έπλεναν με το χέρι, τα ξέπλεναν με καθαρό νερό και τα κρέμασαν για να στεγνώσουν σε ένα μακρύ σχοινί δεμένο ανάμεσα σε δύο στύλους.

Το καλοκαίρι οι γυναίκες έπαιρναν κυρίως τα χοντρά ρούχα του σπιτιού και πήγαιναν να τα πλύνουν σε ποτάμι. Θυμάμαι στα Τσωναίκα τη μητρική μου γιαγιά, Δήμητρα φόρτωνε τα ρούχα στο γάιδαρο και πήγαινε με άλλες γυναίκες του χωριού στο λοφίσκο “σκεπασμένη” διότι είχε τρεχούμενο νερό. Μερικές φορές πήγαινα μαζί της για να παίξω με άλλα παιδιά στο ρυάκι και να πιάσουμε χέλια και καβούρια. Εμείς τα παιδιά διασκεδάσαμε, αλλά για τις γυναίκες ήταν σκληρή δουλειά, ειδικά το πλύσιμο χαλιών και κουβερτών. Τα χτυπούσαν με μια ξύλινη σανίδα (το κόπανο) για να μαλακώσουν και να καθαρίσουν καλύτερα. Μερικές φορές η γιαγιά μου ερχόταν από τα Τσωναίκα στη Λούτσα για να πλύνει τα λιναρόπανα που χρησιμοποιούσαμε στο ράβδο. Τα έπλενε στη θάλασσα και μετά τα ξέπλενε στο ποτάμι για να φύγει το αλάτι της θάλασσας. 

ΣΥΔΕΡΩΜΑ

Στο σπίτι δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και χρησιμοποιούσαν μια βαριά σιδερένια συσκευή με ξύλινη λαβή. Θυμάμαι τη μητέρα μου άνοιγε το σίδερο και έβαζε μέσα αναμμένα κάρβουνα από το τζάκι. Το σίδερο είχε μικρές τρύπες κατά μήκος των πλευρών για να μπαίνει ο αέρας και να γίνεται η καύση. Όταν η κάτω επιφάνεια του σιδήρου είχε ζεσταθεί αρκετά, το έβαζε πάνω στο ρούχο, έριχνε μερικές σταγόνες νερό στο ρούχο και το κινούσε μπρος και πίσω για να γίνει το σιδέρωμα.

ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΜΗΤΡΙΚΗ ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Με αφορμή της γιορτής της γυναίκας της υπαίθρου, θέλω να κάνω ένα αφιέρωμα στη δύο ηρωίδες της υπαίθρου στο οικογενειακό μου περιβάλλον, τη μητρική μου γιαγιά, Δήμητρα και τη μητέρα μου, Σοφία. 

 ΜΗΤΡΙΚΗ ΓΙΑΓΙΑ  ΔΗΜΗΤΡΑ

Η μητρική μου γιαγιά Δήμητρα, το γένος Αγγελόπουλος, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χρυσοκελλαριά, ένα γραφικό χωριό κοντά στη Κορώνη. Παντρεύτηκε το Παναγιώτη Νικολάου Τσώνη (Κουτέλη) και μετακόμισε στο χωριό του, στα Τσωναίκα. 

Στα παιδικά μου χρόνια τα 8 παιδιά της είχαν μεγαλώσει και είχαν φύγει από το σπίτι. Κάθε φορά που πήγαινα να την επισκεφτώ υπήρχε στο σπίτι απόλυτη ησυχία και γαλήνη και με περίμενε με λαχτάρα και χαρά να με δει. Τη θυμάμαι ευγενική, τρυφερή, λίγο ντροπαλή και σοβαρή. Ήταν θρησκευόμενη και αγράμματη, όπως όλες οι γυναίκες της εποχής της, Στις γιορτές με έπαιρνε με την αδελφή μου και αδελφό μου να πάμε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στα Τσωναίκα για να κοινωνήσουμε. 

Μέχρι την ηλικία των 10 ετών ζούσαμε στη Λούτσα και μερικές φορές μέσα στη σκόνη ή λάσπη έτρεχα ξυπόλητος για να πάω στα Τσωναίκα, 2 χιλιόμετρα από τη Λούτσα, για να παίξω με τα παιδιά του χωριού και να περάσω μερικές ημέρες μαζί της. Ήταν ολιγομίλητη όμως όταν ήμουν μαζί της πάντα ένιωθα το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί η ζεστασιά της οικογενειακής ατμόσφαιρας. Είχε χαρά και ψυχική ικανοποίηση να με ευχαριστήσει. Μου μαγείρευε να φάω το αγαπημένο μου φαγητό, τηγανητά αυγά, τυρί και καπνιστό χοιρινό λουκάνικο. Επίσης μου πρόσφερε αμύγδαλα, αποξηραμένα σύκα, σταφίδα και ρόδια. Πάντα εργαζόταν στη κουζίνα, να μαγειρέψει, και να ζυμώσει ψωμί. Άλλες φορές με τις γειτόνισσες έφτιαχνε τραχανά και χυλοπίτες. Όταν ευρίσκε λίγο χρόνο πήγαινε στο χαγιάτι για να υφάνει ρούχα στον αργαλειό.Τη κοιτούσα με περιέργεια και ενδιαφέρον για το τρόπο με τον οποίον χρησιμοποίησε τον αργαλειό. Έμαθα και εγώ να υφαίνω και χαιρόμουν να τη βοηθήσω.

Ο πρωτότοκος γιος της Νικόλαος, ήταν οδοντίατρος, το μόνο παιδί με πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην οικογένεια. Ζούσε στη Καλαμάτα με τη σύζυγο του Βασιλική (Κούλα) και τα δύο αγόρια, Τάκη και Τάσο. Ήταν πολύ φιλικός και αγαπητός με τους ασθενείς και πολλές φορές έφτιαχνε τα δόντια φτωχών πελατών χωρίς χρέωση. Είχε και ο ίδιος γνωρίζει τη φτώχεια από μικρή ηλικία και τα χρόνια της κατοχής που σπούδαζε στην Αθήνα.  Δυστυχώς η τύχη δεν τον άφησε να εξασκήσει το επάγγελμα του, να απολαύσει την οικογένεια του και να ζήσει τις χαρές και λύπες που προσφέρει η ζωή. Το 1957 σκοτώθηκε σε τροχαίο στα βουνά της Τρίπολης σε ηλικία 37 ετών. Ενώ είχε σταματήσει στην άκρη του δρόμου, είχε πάθει λάστιχο το αυτοκίνητο, τον χτύπησε ένα φορτηγό θανάσιμα. Ήταν λυπηρό, οδυνηρό και άδικο και από τότε η μητέρα του δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το θάνατό του. Τη θυμάμαι να είναι πάντα μελαγχολική και κλαμένη. Όταν αποφοίτησα από το Γυμνάσιο-Λύκειο Πύλου, έφυγα για το εξωτερικό και το τελευταίο αντίο ήταν πολύ συγκινητικό και γιά τους δυο μας. Δεν την ξαναείδα από τότε και το 1969, σε ηλικία 75 ετών, πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Αισθάνθηκα μεγάλο πόνο και θλίψη όταν έμαθα το ξαφνικό θάνατό της.

  ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΟΦΙΑ 

Η μητέρα μου, Σοφία, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τσωναίκα από τους γονείς, Δήμητρα και Παναγιώτη Νικολάου Τσώνη (Κουτέλη). Ήταν το δεύτερο παιδί από τα 8 παιδιά που είχαν οι γονείς της και η μεγαλύτερη από τα 6 κορίτσια. Τελείωσε το εξατάξιο δημοτικό σχολείο στη Φοινικούντα. και ήταν πολύ καλή μαθήτρια με καθαρό μυαλό. Ο δάσκαλος προσπάθησε να πείσει το πατέρα της να της επιτρέψει να συνεχίσει το σχολείο, ο πατέρας της όμως επέμενε ότι πρέπει να σταματήσει για να συμβάλει στο οικονομικό της οικογένειας διότι είχε ακόμη 7 παιδιά να  μεγαλώσει. Έτσι σε ηλικία 12 ετών έγινε βοσκοπούλα και ήταν υπεύθυνη να επιβλέπει 15-20 πρόβατα. 

Σε ηλικία 19 ετών, παντρεύτηκε το Παναγιώτη Χρήστου Τσώνη (Μάλλιο) επίσης από τα Τσωναίκα. Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες όταν πήγε να ζήση με το πατέρα μου. Βρήκε μια άρρωστη πεθερά, τη Χριστίνα και δύο μικρά ορφανά παιδιά, το Χρήστο 8 ετών και το Παναγιώτη 6 ετών.  Ήταν παιδιά του αδελφού του πατέρα μου, Φώτη, ο οποίος σκοτώθηκε το 1940 σε ηλικία 30 ετών στον Ελληνοαλβανικό πόλεμο και η μητέρα τους πέθανε λίγες εβδομάδες αργότερα. Έτσι τα ορφανά έμειναν με τους γονείς μου. Η χώρα ήταν ακόμη υπό τη Γερμανική κατοχή και στη συνέχεια ακολούθησε ο Εμφύλιος Πόλεμος. Ο πεθερός της, Χρήστος (Λιακοχρήστος) ειχε πεθάνει.

 Όταν γεννήθηκε ο πρωτότοκος γιος της, Φώτιος, λίγους μήνες αργότερα πέθανε από δηλητηρίαση γάλα γίδας. Άπειρη τότε η μητέρα μου, έβαλε το μωρό να φάει γάλα κατευθείαν από το μαστό της γίδας. Ο μαστός όμως είχε κοπεί και κάνει πληγή από σκουριασμένο σύρμα φράχτης και το γάλα είχε πάθει μόλυνση. Αργότερα έκανε 3 ακόμη παιδιά, τη Βασιλική, εμένα και το Νίκο. Όταν είμαστε μικρά μας έπαιρνε στο χωράφι για να εργαστεί. 

Μας αγαπούσε πολύ, ήταν ενθαρρυντική και υπομονετική. Φρόντιζε να είμαστε όλοι καλά στην υγεία μας και να τρώμε πρώτα εμείς και αυτή έτρωγε το περίσσευμα. Της είχα πολύ αδυναμία και μικρός ήθελα να περνάω πολλές ώρες μαζί της. Παρότι είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό σχολείο, είχε ένα απίθανο, αναλυτικό μυαλό. Όταν πήγαινα στο δημοτικό κάθε βράδυ καθόμουν κάτω από το λυχνάρι, και ενώ έκανε τις δουλειές στη κουζίνα, με βοηθούσε στο διάβασμα, στην αριθμητική και να λύσω προβλήματα στα μαθηματικά. 

Είχε επίσης καλή φωνή και συχνά άρχιζε το τραγούδι σε οικογενειακούς γάμους και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, Όταν κυκλοφόρησαν τα ραδιόφωνα τρανζίστορ, είχε ένα πάντα μαζί της στο χωράφι για να ακούει τραγούδια. Της άρεσε επίσης να ντύνεται και να πηγαίνει στα πανηγύρια με το πατέρα μου. Ήταν και δύο εξαιρετικοί χορευτές.

Το χρονικό διάστημα 1980-2000, κάθε καλοκαίρι, ερχόμουν με την οικογένεια στο χωριό από το εξωτερικό για να περάσουμε μαζί μερικές εβδομάδες. Της έκανα παρέα και συζητούσαμε ατέλειωτες ώρες και ήθελε με ενδιαφέρον να μάθει διάφορα συμβάντα στην ανθρωπότητα. Για τα εγγόνια ήταν μια υπέροχη και αγαπημένη γιαγιά.

Μετά το 2000 άρχισε να ξεχνάει και να δείχνει σημάδια Αλτσχάιμερ. Το καλοκαίρι του 2004 έπαθε εγκεφαλικό και για πέντε μήνες έμεινε κατάκοιτη στο κρεβάτι χωρίς να μπορεί να μιλήσει και να φάει μόνη. Στις 29 Δεκεμβρίου, 2004 σε ηλικία 81 ετών άφησε τη τελευταία της πνοή στο σπίτι. Ήμουν δίπλα της και της έκλεισα τα μάτια. Ο θάνατός της ήταν μια πολύ δύσκολη και θλιβερή περίοδο στη ζωή μου.

Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΣΗΜΕΡΑ 

Η Ελληνική πολιτεία δεν στήριξε στο παρελθόν τη γυναίκα αγρότισσα και γενικά την ύπαιθρο. Με αποτέλεσμα χιλιάδες νέοι και νέες να εγκαταλείψουν τα χωριά και να μετακομίσουν στις μεγαλουπόλεις ή να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό για ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. 

Ακόμη και σήμερα η ζωή στην ύπαιθρο συνεχώς φθίνει. Ευτυχώς όμως που είναι ακόμη μερικοί αγρότες και αγρότισσες και κάνουν μεγάλη προσπάθεια να διατηρήσουν τη γεωργία.

Πρέπει όμως να τονίσω ότι υπάρχουν μερικά θετικά νομοθετήματα για τις Ελληνίδες της υπαίθρου, όμως υπάρχει επιτακτική ανάγκη για το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης της χώρας να αντιγράψει επιτυχημένους τρόπους και μεθόδους της γεωργίας από τα αναπτυγμένα μέλη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να στηρίξει την Ελληνίδα της υπαίθρου να τα εφαρμώσει. 

Αναμφισβήτητα σήμερα το μορφωτικό επίπεδο της Ελληνίδας της υπαίθρου έχει βελτιωθεί σημαντικά, όμως συνεχίζει να αντιμετωπίζει ανισότητες των δύο φίλων σε πολλούς τομείς. Παρόλα αυτά εξακολουθεί ακούραστα να συνδράμει στην αγροτική και κτηνοτροφική οικονομία της χώρας. 

Σήμερα σχεδόν όλα τα σπίτια των Ελληνικών νοικοκυριών στην ύπαιθρο είναι εξοπλισμένα με φως, νερό, τηλέφωνο, τηλεόραση, θέρμανση, ηλεκτρική κουζίνα, ψυγείο, πλυντήριο ρούχων και εσωτερική τουαλέτα με μπάνιο. Τα κορίτσια τους έχουν τα ίδια δικαιώματα και ευκαιρίες με τα αγόρια. Σπουδάζουν στα Πανεπιστήμια της χώρας ή στο Εξωτερικό με αποτέλεσμα να διαπρέπουν στην επιστήμη, τεχνολογία, υγεία, αθλητισμό, εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα, στη δικαιοσύνη και στο χώρο της μόδας.

Leave a Comment