ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΤΡΥΓΟΣ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960

Η καλλιέργεια της σταφίδας ήταν πολύ απαιτητική και κουραστική εργασία για όλο το χρόνο. Τα κλήματα χρειαζόταν κλάδεμα, φουρκάδιασμα, ξελάκωμα, λιπάρισμα, σκάλισμα, χαράκωμα, γαλάζωμα, θειάφισμα, ξεφύλλισμα, τρύγημα. Τέλος άπλωναν τα σταφύλια στον ήλιο για να ξεραθούν και να γίνουν σταφίδα. Το αμπέλι για τη παραγωγή του κρασιού χρειαζόταν λιγότερη εργασία.

Πριν αρχίσει ο τρύγος ετοιμάζαμε τα αλώνια, αφού πρώτα είχαμε διαλέξει μια τοποθεσία που να έχει αρκετό ήλιο σχεδόν όλη την ημέρα για να λιαστούν τα σταφύλια, δηλαδή να χάσουν τα υγρά.
Πρώτα ξύναμε με την αξίνα το αλώνι για να αφαιρέσουμε διάφορα ξερά χόρτα και αγκάθια, ακολουθούσε το σκούπισμα με τη σαρωματίνα (σκούπα από αφάνα). Μετά τοποθετούσαμε στο καζάνι κοπριά αγελάδας με νερό, το ανακατέβαμε και το βάζαμε σε ένα μπουγέλο (κουβά). Το ρίχναμε λίγο-λίγο πάνω στο αλώνι και το σκορπούσαμε με την σαρωματίνα σε όλη την επιφάνεια του αλωνιού. Όταν στέγνωνε γινόταν στεγανό στρώμα, το οποίο προστάτευε τα απλωμένα σταφύλια από την υγρασία του εδάφους. Μερικοί αγρότες άπλωναν τα σταφύλια πάνω σε χαρτί. Γύρω από το αλώνι ανοίγαμε μικρά αυλάκια και βάζαμε πασσάλους στη μέση και άκρα του αλωνιού για να τοποθετήσουμε νάιλον σκέπασμα σε περίπτωση βροχής. Μερικες φορές άρχιζαν τα μπουμπουνιταριά και τρέχαμε να σκεπάσουμε τα αλώνια με τη σταφίδα.

Για να ξεχάσουμε τη κούραση λέγαμε αστεία και ακούγαμε τραγούδια από το ραδιόφωνο τρανζίστορ. Γύρο στις 10 παίρναμε μια ανάσα και είχαμε κολατσιό. Καθόμαστε στο έδαφος κάτω από μια ελιά και τρώγαμε ζυμωτό ψωμί με λάδι, αγγούρι, ντομάτα, κρεμμύδι και χωριάτικο κρασί. Το μεσημέρι καθόμαστε για το κύριο γεύμα. Η μητέρα μας σέρβιρε το φαγητό, κυρίως κοτόπουλο ή άλλο κρέας με πατάτες, μακαρόνια, ρύζι, ψωμί, τυρί, και άφθονο κρασί. Άλλες μέρες μια φασολάδα. Μετά το φαγητό ξαπλώναμε περίπου 20 λεπτά ακούγοντας το αδιάκοπο τραγούδι των τζιτζικιών. Το απόγευμα κάναμε διάλειμμα και είχαμε το τελευταίο γεύμα. Ανάβανε μια εφημερίδα και πάνω στη φλόγα καψαλίζαμε αλμυρό μπακαλιάρο ή μιά ρέγγα, ρίχναμε στο πιάτο λαδολέμονο, κρεμμύδι και τρώγαμε με άφθονο ψωμί και κρασί. Με το βασίλεμα του ήλιου τελείωνε και η εργασία για αυτή την ημέρα. Πηγαίναμε στο σπίτι, στο όποιον δεν υπήρχε ηλεκτρικό φώς και τρεχούμενο νερό. Οι άντρες πήγαιναν στο καφενείο και η μητέρα μας άρχιζε τις δουλειές του σπιτιού: να ανάψει φωτιά να μαγειρέψει να φάμε κάτι. Επίσης είχε να αντιμετωπίσει όλες τις άλλες δουλειές του σπιτιού.

Μετά από 7μήνες μόχθου με την καλλιέργεια του σταφυλιού, άρχιζε ο τρύγος. Όλη η οικογένεια έπαιρνε μέρος. Φορτώναμε στο γάιδαρο τα παιδιά και το σακούλι με το φαγητό και ξεκινούσαμε για το χωράφι. Οι γυναίκες μαντιλοδεμένες με μεγάλα ψάθινα καπέλα στο κεφάλι μέσα στην ανυπόφορη ζέστη του Αυγούστου, με τον ιδρώτα να τρέχει αδιάκοπα, κόβαμε τα σταφύλια από τα κλήματα με ειδικό μαχαίρι τη φαλτσέτα ή σουγιά και τα ρίχναμε στα κοφίνια (κόφες). Όταν γέμιζε το κοφίνι με σταφύλια οι άνδρες το έβαζαν στον ώμο και το πήγαιναν στο αλώνι για να το απλώσουν οι νεότεροι και οι γεροντότεροι. Το άπλωμα ήταν η πιο κουραστική εργασία διότι χρειαζόταν να απλώσουν με το χέρι ένα-ένα τα σταφύλια στο αλώνι. Μετά από 8 ημέρες τα γυρίζαμε στην άλλη όψη για να αποξηρανθούν και σε 15 ημέρες το αποξηραμένο σταφύλι γινόταν σταφίδα.

Μετά την αποξήρανση την τρίβαμε με τις παλάμες για να ξεχωρίσουν οι ξεροί μίσχοι (τα κόρτσαλα) από τις ξηρές ρώγες και με το γράβαλο ξεχωρίσαμε τιη σταφίδα απο τα κόρτσαλα. Ακολουθούσε το λίχνισμα με το όποιον χωρίζαμε τη σταφίδα απο τις σκόνες και μικρά κόρτσαλα με τη βοήθεια ασθενή αέρα ή με την Μάκινα, μια ειδική λιχνιστική μηχανή. Όταν είχαμε τη σταφίδα στο αλώνι για να τη προστατεύσουμε από τους κλέφτες κοιμόμαστε τη νύχτα δίπλα στο αλώνι. Εμείς τα παιδιά είμαστε όλο χαρά να κοιμηθούμε στο αλώνι μαζί με τον παππού και γιαγιά. Ξαπλώναμε και μετρούσαμε τα αστέρια μέχρι να αποκοιμηθούμε.

Τη σταφίδα τη βάζαμε στά σακιά και τα φορτώναμε στο γάιδαρο και άλογο για να τη μεταφέρουμε στην αποθήκη. Από τη Λούτσα στη Φοινικούντα ερχόμαστε από την αμμουδιά της Λούτσας, ανεβαίναμε στο λοφίσκο Καταραχάκια και κατεβαίναμε στο Λιγονάμμο, προχωρούσαμε κάτω από το βράχο του σχολείου και φθάναμε στη Φοινικούντα. Απίστευτο και όμως αληθινό, διότι σήμερα ούτε με τα πόδια δεν μπορείς να περάσεις κάτω απο το βράχο του σχολείου.

Στη Φοινικούντα έρχονταν σταφιδέμποροι και άρχιζε η τρομερή αγωνία και άγχος μέχρι να πουλήσουμε τη σταφίδα, διότι ο έμπορος καθόριζε τη ποιότητα και την αγοραστική τιμή της σταφίδας. Υπήρχε και ο κρατικός οργανισμός (Α.Σ.Ο.) που αγόραζε σταφίδες. Τη δεκαετία του 1950 υπήρχαν στη Λούτσα και στη Φοινικούντα αποθήκες που τις χρησιμοποιούσαμε για να αποθηκεύουμε λιπάσματα και σταφίδες. Ερχόταν το καΐκι φορτωμένο λίπασμα και άραζε περίπου 100 μέτρα από τη παραλία. Εργάτες φόρτωναν τα σακιά με το λίπασμα απο το καΐκι στις βάρκες και τα έφερναν στη παραλία. Από εκεί τα φόρτωναν στον ώμο και τα πήγαιναν στις αποθήκες. Υπήρχε η ίδια διαδικασία να πάρουν τη σταφίδα από τις αποθήκες και να τη μεταφέρουν στο καΐκι. Τη δεκαετία του 1960 με τη καλυτερεύσει των δρόμων στην περιοχή μας το καΐκι αντικαταστάθηκε με το φορτηγό αυτοκίνητο και όλες οι μεταφορές γίνονταν διά ξηράς.

Πωλούσαμε τη σταφίδα και αφού πληρώναμε το χρέος στην αγροτική τράπεζα για λιπάσματα και άλλα υλικά το μόνο που μας έμενε ήταν το γράβαλο και η σαρωματίνα έλεγαν οι παλιοί! Η απογοήτευση και φτώχεια ήταν μεγάλη, έτσι τις δεκαετίες του 1950 και 1960 άρχισε η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η μετακόμιση στις μεγαλουπόλεις, κυρίως στην Αθήνα. Επίσης χιλιάδες νέοι και νέες μετανάστευσαν στην Αυστραλία, Καναδά και Γερμανία. Οι υπόλοιποι αγρότες σιγά-σιγά εγκατέλειψαν τη καλλιέργεια της σταφίδας και άρχισαν να καλλιεργούν θερμοκήπια.

Καλοκαίρι 1963. Είμαστε στην σταφίδα Βλαστάρο, το σημερινό Camping Loutsa. Εγώ αριστερά και η μητέρα μου Σοφία ρίχνουμε μείγμα κοπριάς από τους κουβάδες στο αλώνι και ο πατέρας μου Παναγιώτης το απλώνει με τη σαρωματίνα. Αφού έχει στεγνώσει απλώναμε τα σταφύλια. Η μικρή εξαδέλφη μου Βάσω, κόρη της Ντίνας και Οδυσσέα Κοντού, παρακολουθεί τη διαδικασία. Η Ντίνα είναι αδελφή της μητέρας μου Σοφίας

Καλοκαίρι 1963. Τρυγάμε στη τοποθεσία Βλαστάρο. Απο αριστερά είναι ο πατέρας μου, η γιαγιά Δήμητρα (μητέρα της μάνα μου), η μητέρα μου, ο παππούς Παναγιώτης Κουτέλης  (σύζυγος  της γιαγιάς Δήμητρας), η αδελφή μου Κική και η θεία μου Γιαννούλα Κανέλλη (αδελφή της μητέρας μου)

Καλοκαίρι 1963. Στη Βλαστάρο. Ο πατέρας μου κουβαλάει τη κόφα γεμάτη σταφύλια στο αλώνι, ενώ τα αδέλφια μου Νίκος και Κική τα απλώνουν

Καλοκαίρι 1964. Τρυγάμε στην τοποθεσία Βλαστάρο. Από αριστερά μπροστά είναι η εξαδέλφη μου Βάσω Κοντού, πίσω η μητέρα μου, η γιαγιά μου Γιαννούλα (Νινίνα),πίσω ο πατέρας μου και δίπλα της ο Γιώργης  Καστελιώτης, πίσω του η μητέρα του Ασπασία, δίπλα της ο γιος της Νικόλαος  Καστελιωτης (σύζυγος της αδελφής μου Κική), μπροστά του είναι ο αδελφός μου Νίκος.

Καλοκαίρι 1964. Έχουμε τελειώσει τον τρύγο στο Πετράκι και είμαστε στο αλώνι (σήμερα περνά η Εθνική οδός Φοινικούντα-Καλαμάτα, νότια από το Πετράκι). Διακρίνονται από αριστερά: Νίκος Καστελιώτης, ο αδελφός μου Νίκος, ο σκύλος μας, γιαγιά Γιαννούλα (Νινίνα), εξαδέλφη Βάσω Κοντού, μητέρα μου, Ασπασία Καστελιώτη, ο πατέρας μου με την σαρωματίνα και ο Γιώργης Καστελιώτης

Leave a Comment